διακωμώδηση

διακωμώδηση
η
η γελοιοποίηση προσώπων ή καταστάσεων, η ενέργεια και το αποτέλεσμα του διακωμωδώ: Απαγορεύεται η διακωμώδηση του προέδρου της δημοκρατίας.

Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.

Игры ⚽ Поможем написать курсовую

Look at other dictionaries:

  • διακωμώδηση — η (Α διακωμῴδησις, εως) [διακωμῳδώ] 1. γελοιοποίηση προσώπου ή κατάστασης σε κωμωδία 2. γελοιοποίηση, χλευασμός …   Dictionary of Greek

  • αντικωμωδώ — ἀντικωμῳδῶ ( έω) (Α) ανταποδίδω διακωμώδηση, περιπαίζω με τη σειρά μου …   Dictionary of Greek

  • γελοιοποίηση — η 1. πρόκληση γέλιου σε βάρος κάποιου, διακωμώδηση 2. η μετάπτωση σοβαρού προσώπου ή πράγματος στη γελοιότητα. [ΕΤΥΜΟΛ. < γελοιοποιώ. Η λ. μαρτυρείται από το 1878 στον Ι. Καμπούρογλου] …   Dictionary of Greek

  • κωμωδία — Θεατρικό ή κινηματογραφικό είδος που επιδιώκει τη διασκέδαση του θεατή με τη σάτιρα και τη γελοιοποίηση ανθρώπινων υπερβολών και αδυναμιών, κοινωνικών ηθών, αντιλήψεων και καταστάσεων. Διαφέρει από τη φάρσα, καθώς προχωρεί σε βαθύτερη ανάλυση των …   Dictionary of Greek

  • ούφο — το 1. ιπτάμενο αντικείμενο άγνωστης προέλευσης το οποίο πιστεύεται ότι προέρχεται από εξωγήινους πολιτισμούς 2. (κατ επέκτ.) (για πρόσ.) αυτός τού οποίου ορισμένα στοιχεία στην εμφάνιση ή ορισμένες εκδηλώσεις στη συμπεριφορά ξενίζουν και… …   Dictionary of Greek

  • παιχνίδι — Οποιαδήποτε ελεύθερη έκφραση σωματικής ή ψυχικής ενέργειας, που δεν κατευθύνεται σε ωφελιμιστικούς σκοπούς, θεωρείται παιχνίδι. Με άλλη έννοια ο όρος περιλαμβάνει και το αντικείμενο με το οποίο παίζει κάποιος. Η ιδέα όμως του π. δεν είναι τόσο… …   Dictionary of Greek

  • παρατραγωδία — ἡ, Α η διακωμώδηση με απομίμηση τού ύφους και τής μορφής τών μύθων τών τραγικών ποιητών, ιδίως στις κωμωδίες τού Αριστοφάνη Δαίδαλος, Φοίνισσαι κ.ά …   Dictionary of Greek

  • παρωδία — Λογοτεχνική σύνθεση ή θέαμα (πρόζας, επιθεώρησης, χορού, μουσικής, κινηματογράφου) που παρωδεί το περιεχόμενο ή το ύφος και τη γλώσσα ενός άλλου κειμένου ή θεάματος. Το έργο που παρωδείται πρέπει να πληρεί δύο προϋποθέσεις, να είναι σοβαρό και να …   Dictionary of Greek

  • πιθηκισμός — ο, ΝΜΑ [πιθηκίζω] η πράξη τού πιθηκίζω, η μίμηση τών τρόπων τού πιθήκου, η ευτελής κολακεία, ο μαϊμουδισμός («οἵοις πιθηκισμοῑς με περιελαύνεις», Αριστοφ.) μσν. (για βάπτισμα έξω τής Εκκλησίας) διακωμώδηση, νόθα μίμηση τού χριστιανικού… …   Dictionary of Greek

  • σάτιρα — Λογοτεχνικό είδος που έχει σκοπό να υπογραμμίσει και να καυτηριάσει, με στοιχεία κυρίως κωμικά και παραμορφωτικά αλλά συχνά και τραγικά τα ανθρώπινα ελαττώματα και ατέλειες και επομένως να διορθώσει τα ήθη. Είναι δύσκολο να αναπλάσουμε την… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”